- συνόψιση
- η / συνόψισις, -ίσεως, ΝΜ [συνοψίζω]συνοψισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… … Dictionary of Greek
κεφαλαίωση — η (ΑΜ κεφαλαίωσις) [κεφαλαιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κεφαλαιώνω, ανακεφαλαίωση, συγκεφαλαίωση, συνόψιση, περιληπτική εξέταση αρχ. η περίληψη πολλών εννοιών υπό μία κατηγορία … Dictionary of Greek
κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… … Dictionary of Greek
συμπέρανσις — άνσεως, ἡ, Α [συμπεραίνω] συνόψιση συμπερασμάτων, ολοκλήρωση συλλογισμού … Dictionary of Greek
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… … Dictionary of Greek
απολογισμός — ο 1. τελική εκκαθάριση εσόδων και εξόδων, γενικός λογαριασμός: Ο απολογισμός διαχείρισης των κρατικών εσόδων θα έχει πλεόνασμα. 2. συνόψιση, ανακεφαλαίωση: Ο απολογισμός από τα χθεσινά επεισόδια είναι δεκαπέντε τραυματίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)